ἡσυχάσεις

ἡσυχάσεις
ἡσυχά̱σεις , ἡσυχάω
aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic)
ἡσυχά̱σεις , ἡσυχάω
fut ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἡσυχά̱σεις , ἡσυχάω
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἡσυχάζω
keep quiet
aor subj act 2nd sg (epic)
ἡσυχάζω
keep quiet
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”